Κράτης

Κράτης
Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με επιβλητική προσωπικότητα από οικογένεια ευγενών της Μαρώνειας, η οποία ήταν πρόθυμη να ακολουθήσει τον τρόπο ζωής του. Η διδασκαλία του αποτελούσε κήρυγμα του πιο αυστηρού κυνισμού. Έγραψε πολλά έργα σε στίχους, από τα οποία σώθηκαν μόνο λίγα αποσπάσματα. 2. Αθηναίος ποιητής της αρχαίας κωμωδίας (5ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται από τον Αριστοφάνη (Ιππής) ως ποιητής που δοκίμασε πολλές αποτυχίες και ο οποίος περιποιόταν το κοινό του φιλοξενώντας το με απλά φαγητά. Κατά τον Αριστοτέλη (Ποιητική, 5) ήταν ο πρώτος που εγκατέλειψε τις προσωπικές εμπαθείς επιθέσεις και επεδίωξε, ακολουθώντας το παράδειγμα της σικελικής κωμωδίας, να δώσει ενιαία θέματα με κάποια συνέχεια στην πλοκή. Στον Κ. αποδίδονται 8 κωμωδίες, από τις οποίες ξεχώριζε εκείνη με τον τίτλο Τα θηρία, όπου ο χορός των ζώων υποστηρίζει τη χορτοφαγία της πυθαγορικής νηστείας. 3. Χαλκιδαίος μηχανικός (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Κατασκεύασε μεγάλη τάφρο στην Αθήνα και γι’ αυτό ονομάστηκε ταφρωρύχος. Ο Μέγας Αλέξανδρος τον διέταξε να αποξηράνει την Κωπαΐδα, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο του γιατί ξεσηκώθηκαν οι Βοιωτοί, που θεώρησαν πως από αυτό θα ωφελούνταν οι Ορχομένιοι. 4. Αθηναίος φιλόσοφος (3ος αι. π.Χ.). Διαδέχθηκε τον Πολέμωνα στη διεύθυνση της Ακαδημίας. 5. Κ. ο Μαλλώτης (2ος αι. π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος από τη Μάλλο της Κιλικίας, γνωστός αρχικά ως γραμματικός. Το κυριότερο έργο του ήταν τα σχόλιά του στο έργο του Ομήρου. Υπήρξε επικεφαλής φιλολογικής σχολής καθώς και της Βιβλιοθήκης της Περγάμου. Περίπου το 170 π.Χ. πήγε στη Ρώμη ως πρεσβευτής του Ευμένη Β’, βασιλιά της Περγάμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κράτης — masc nom sg Κράτης nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατῆς — κρατέω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) κρατύς strong masc nom pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατῇς — κρατέω to be strong pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτης — κρατέω to be strong imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτει — Κράτης neut nom/voc/acc dual (attic epic) Κράτεϊ , Κράτης neut dat sg (epic ionic) Κράτης neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτη — Κράτης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Κράτης neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κράτης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρατέων — Κράτης neut gen pl (epic doric ionic aeolic) Κράτης masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρατῶν — Κράτης neut gen pl (attic epic doric) Κράτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράται — Κράτης masc nom/voc pl Κράτᾱͅ , Κράτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτεα — Κράτης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) Κράτης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”